κατηρεφής

κατηρεφής
κατηρεφής, -ές (Α)
1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.)
2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ' ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ.
β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.)
3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σκιερός («αίγειροι πτελέαι τε ἐύσκιον ἄλσος ὕφαινον χλωροῑσιν πετάλοισι κατηρεφέες κομόωσαι», Θεόκρ.)
4. (για τραπέζι) σκεπασμένο με κάτι, γεμάτο με («τράπεζαι κατηρεφεῑς παντοίων ἀγαθῶν», Ανακρ.)
5. φρ. (για την Αθηνά καθισμένη, οπότε η εσθήτα της έπεφτε πάνω στα πόδια της) «τίθημι κατηρεφῆ πόδα» — έχω το πόδι μου σκεπασμένο (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ηρεφής (< *ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω»)
το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. δι-ηρεφὴς, επ-ηρεφὴς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατηρεφής — covered over masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφῆ — κατηρεφής covered over neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατηρεφής covered over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κατηρεφής covered over masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφέστερον — κατηρεφής covered over adverbial comp κατηρεφής covered over masc acc comp sg κατηρεφής covered over neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφεῖ — κατηρεφής covered over masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κατηρεφής covered over masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφεῖς — κατηρεφής covered over masc/fem acc pl κατηρεφής covered over masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφέα — κατηρεφής covered over neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κατηρεφής covered over masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφές — κατηρεφής covered over masc/fem voc sg κατηρεφής covered over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφέας — κατηρεφής covered over masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφέες — κατηρεφής covered over masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρεφέεσσι — κατηρεφής covered over masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”